φανερωτής

φανερωτής
ο /φανερωτής, -οῡ, ΝΑ, θηλ. φανερώτρια, Ν [φανερῶ / -ώνω]
αυτός που φανερώνει, που παρουσιάζει ή αποκαλύπτει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φανερωτής — ο αυτός που φανερώνει, που αποκαλύπτει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανερωταί — φανερωτής one who makes manifest masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανιστής — ο, Ν [φανίζω] 1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής 2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”